- ἕνωσον
- ἑνόωmake oneaor imperat act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑνῶσον — ἑνόω make one fut part act masc voc sg ἑνόω make one fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστιλλώ — όω, Α [πάστιλλος] βράζω υλικά ώστε να γίνουν μια πηκτή μάζα («τὸ μέλι παστελώσας ἕνωσον καὶ ποιήσας κοκκία δίδου», Αλέξ.Τράλλ.) … Dictionary of Greek